βώτριδα

βώτριδα
η
ο σκόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. βώτριδα < *βρώτιδα < αρχ. *βρώτις < βιβρώσκω* (πρβλ. βρωτήρ «σκόρος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βώτριδα — η έντομο που τρώει τα υφάσματα, σκόρος, σαράκι: Το καλοκαίρι προφυλάσσουμε τα μάλλινα ρούχα από τη βώτριδα, χρησιμοποιώντας διάφορα φυτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”